Ἀράβιοι

Ἀράβιοι
Ἀράβιος
Arabia
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακούω — (Α) 1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.) 2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.) 3. ακούω προσεκτικά 4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”